αναψυκτικό

αναψυκτικό
το
δροσιστικό ποτό: Στη δεξίωση προσφέρονταν μονάχα αναψυκτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …   Dictionary of Greek

  • βυσσινάδα — η [βύσσινο] αναψυκτικό, διάλυμα σιροπιού από βύσσινα σε νερό …   Dictionary of Greek

  • ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι + κατάλ. άδα (πρβλ. βυσσιν άδα] …   Dictionary of Greek

  • ποτό — το / ποτόν, ΝΜΑ 1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.) νεοελλ. οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα αρχ. πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρημ. επιθ. ποτός] …   Dictionary of Greek

  • σουμάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ινδ. soma «είδος ποτού» + κατάλ. άδα (Ι), πρβλ. λεμον άδα] …   Dictionary of Greek

  • σουμαδάκιας — ο, Ν 1. αυτός που πίνει πολλές σουμάδες 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς ισχυρή θέληση, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάδα «αναψυκτικό ποτό» + κατάλ. άκιας (πρβλ. ματ άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • τζίντζερ έιλ — το, Ν άκλ. (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο αναψυκτικό που αρωματίζεται με καρύκευμα από ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger ale] …   Dictionary of Greek

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”